καφεϊκός

καφεϊκός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τον καφέ
2. αυτός που περιέχει καφέ («καφεϊκά φάρμακα»)
3. φρ. «καφεϊκό οξύ» — υποκίτρινη κρυσταλλική ουσία που λαμβάνεται με ζέση τού καφεδεψικού οξέος με καυστικό κάλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κατάλ. -ικός (πρβλ. θει-ικός, κρατ-ικός). Η λ. καφεϊκόν (οξύ) μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς από τον Ξαυέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”